- ἐλεημοσύνη
- ἡ ἐλεημοσύνη ['милостыня'] 1. милосердие; 2. милостыня, подаяние нуждающимся
Древнегреческо-русский учебный словарь. - С-П.: "Нотабене". 1997.
Смотреть что такое "ἐλεημοσύνη" в других словарях:
ελεημοσύνη — η 1) милосердие, сострадание, сочувствие; 2) милостыня, подаяние … Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко)
ἐλεημοσύνη — pity fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλεημοσύνῃ — ἐλεημοσύνη pity fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελεημοσύνη — η (AM ἐλεημοσύνη) 1. συμπαράσταση προς τους πάσχοντες, ευσπλαγχνία 2. χρηματική ή άλλη βοήθεια προς τους φτωχούς και τους πάσχοντες μσν. νεοελλ. επιείκεια, μετριοπάθεια μσν. κατανόηση … Dictionary of Greek
ελεημοσύνη — [элэимосини] ουσ. Θ. сострадание, милосердие, милостыня … Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь)
ελεημοσύνη — η βοήθημα που δίνεται σε φτωχούς (σε χρήμα ή σε είδος): Ζει από ελεημοσύνες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐλεημοσύναι — ἐλεημοσύνη pity fem nom/voc pl ἐλεημοσύνᾱͅ , ἐλεημοσύνη pity fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλεημοσύνηι — ἐλεημοσύνῃ , ἐλεημοσύνη pity fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλεημοσυνῶν — ἐλεημοσύνη pity fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλεημοσύναις — ἐλεημοσύνη pity fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλεημοσύνην — ἐλεημοσύνη pity fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)